Μετά από δύο χρονιές, με γεμάτα θέατρα χειμώνα - καλοκαίρι, και μετά από ένα χρόνο απουσίας, οι “Παίxτες” του Ν.Β. Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή, επιστρέφουν για λίγες παραστάσεις σε ανοιχτά θέατρα! Ο Γιάννης Νιάρρος, ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ο Ηλίας Μουλάς, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, ο Θανάσης Δήμου, ο Γιώργος Τζαβάρας κι ο Γιώργος Μπουκαούρης συναντιούνται επί σκηνής και πάλι, κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, για μερικά ακόμη ξέφρενα ταξίδια στον κόσμο της μπλόφας και του ρίσκου σ’ αυτήν την αξέχαστη κωμωδία αδρεναλίνης.
Σ’ ένα απομακρυσμένο πανδοχείο της Ρωσίας, καταφτάνει ένας δεινός χαρτοπαίχτης, απατεώνας, και πλαστογράφος. Στόχος του, να βρει τα επόμενα θύματά του, και να τα «γδάρει». Αλλά δε θα είναι τόσο απλή υπόθεση. Στο ίδιο πανδοχείο διαμένουν δύο εξίσου δεινοί κομπιναδόροι, που γυρεύουν το ίδιο ακριβώς πράγμα με τον πρώτο: ένα λαχταριστό, αθώο και, φυσικά, κεφαλαιούχο θύμα. Οι δύο συναντούν τον ένα και σύντομα ενώνουν τις δυνάμεις τους, οδηγώντας την παράσταση σε ένα πανδαιμόνιο γεμάτο μπλόφες, ρίσκο, ανταγωνισμούς, συμμαχίες, εκπλήξεις κι ανατροπές, καθώς στο παιχνίδι μπαίνουν σιγά-σιγά όλοι οι παράξενοι ένοικοι που τριγυρνούν σ’ αυτό το μικρό και ήσυχο πανδοχείο.
Ζωντανή μουσική, απρόσμενοι αυτοσχεδιασμοί και ξέφρενο χιούμορ σε μια παράσταση - οφθαλμαπάτη, μια φαρσοκωμωδία καταστάσεων, για την τέχνη της εξαπάτησης: Παράσταση ή πραγματικότητα, ηθοποιός ή ρόλος, θύτης ή θύμα, αλήθεια ή ψέμα, όλα συγχέονται και τελικά, το μόνο που μένει είναι το παιχνίδι.
Η αδρεναλίνη της κομπίνας, η μαεστρία και η αρρώστια του τζόγου, η κάψα να εξαπατήσεις τους πάντες, αλλά να μην εξαπατηθείς εσύ ο ίδιος και η εμμονή του ανθρώπου για την επικράτηση απέναντι στον οποιονδήποτε «δίπλα», κυριεύουν την πένα του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ κάπου στο 1836, για να γράψει μια δαιμονισμένη μυστήρια κωμωδία, που ακούει στο όνομα «Οι παίχτες».
Ίχαρεφ .“Γιατί, το να ζήσεις τη ζωή σου σα βλάκας, δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά να ζήσεις με οξυδέρκεια, με Τέχνη, να εξαπατήσεις τους πάντες, αλλά να μην εξαπατηθείς εσύ ο ίδιος – γι’ αυτό, μάλιστα, αξίζει να ζεις!”