Ο Νίκος Κούνδουρος (1926-2017) ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου και της Καλλιόπης Γιαμαλάκη. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του τον μετέφεραν στην Κρήτη για να δηλώσουν τη γέννησή του στα δημοτολόγια του Αγίου Νι- κολάου. Μεγάλωσε μέσα στο κλίμα των διώξεων του πατέρα του από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1948. Πολύ νέος εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση και, αργότερα, εξορίστηκε στη Μακρόνησο λόγω των πολιτικών του φρονημάτων.
Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη δημιουργική του πορεία ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954) και καθιερώθηκε με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο του Ο Δράκος (1956), που, πολλά χρόνια αργότερα, ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία της δεκαετίας. Ακολούθησαν οι ταινίες Οι παράνομοί (1958), Το ποτάμι (1959), Μικρές Αφροδίτες (1963), Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967). Στα χρόνια της δικτατορίας έζησε στο Παρίσι, τη Ρώμη και το Λονδίνο και μετά την πτώση της, επέστρεψε στην Ελλάδα και γύρισε τα ντοκιμαντέρ Ελληνιστί Κύπρος (1974) και Τα τραγούδια της φωτιάς (1975). Ακολούθησαν οι ταινίες μυθοπλασίας “1922” (1978), Μπορντέλο (1985), Μπάϋρον, Μπαλάντα για έναν δαίμονα (1992), Οι Φωτογράφοι (1998) και Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη (2013). Ταινίες του Νίκου Κούνδουρου απέσπασαν πληθώρα βραβείων στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και συμμετείχαν επανειλημμένα σε μεγάλες κινηματογραφικές διοργανώσεις του εξωτερικού, όπως το Φεστιβάλ Βενετίας (1954 & 1956) και το Φεστιβάλ Βερολίνου (1958, 1963 & 1967). Στο Φεστιβάλ Βερολίνου μάλιστα ο Κούνδουρος τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας για την ταινία του Μικρές Αφροδίτες, το 1963. Αρκετές ταινίες του, επίσης, προβλήθηκαν σε ελληνικά και ξένα τηλεοπτικά δίκτυα, ενώ αντίγραφά τους περιλαμβάνονται στις συλλογές του Ευρωπαϊκού Μουσείου Κινηματογράφου, της Γαλλικής Ταινιοθήκης και του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.
Παράλληλα με τον κινηματογράφο, ο Κούνδουρος ασχολήθηκε με το θέατρο και σκηνοθέτησε, μεταξύ άλλων, την Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ στο ΚΘΒΕ (1980), Ιφιγένεια Εν Ταύροις (Επίδαυρος, 1993), Αντιγόνη, Κραυγή Ειρήνης στα σύνορα της Ελλάδας με την πρώην Γιουγ- κοσλαβία (1994), Με το χορό και το τραγούδι (Ηρώδειο, 1995) την όπερα του Μίκη Θεοδωράκη Ηλέκτρα (Ηρώδειο, 1996), την εμπνευσμένη από τον Σοφοκλή παράσταση Εγώ η Αντιγόνη (Επίδαυρος, 1999), καθώς και τα λυρικά έργα Ερωτόκριτος (Ηρώδειο, 2000) και Ο Διγενής Ακρίτας και η βασίλισσα των Αμαζόνων (Ηρώδειο, 2002). Το καλοκαίρι 1997, που η Θεσσαλονίκη ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, ανατέθηκε στο Κούνδουρο, η οργάνωση ενός τετραημέρου με θρησκευτικές μουσικές από τη Μεσόγειο με τίτλο Οι Δρόμοι του Ουρανού-Ιερές Μουσικές. Το 1998, στους Δελφούς, ο Κούνδουρος αναλαμβάνει, για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ένατης Συνάντησης Αρχαίου Δράματος.
Ασχολήθηκε με τις εικαστικές τέχνες σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και το 2012 σχεδίασε το μνημειακό γλυπτό Η Αρπαγή της Ευρώπης που υλοποιήθηκε από τους γλύπτες Αδελφούς Σωτηριάδη και τοποθετήθηκε στην προβλήτα του λιμανιού του Αγίου Νικολάου Κρήτης.
Έγραψε τα αυτοβιογραφικά κείμενα Ονειρεύτηκα πως πέθανα (Ίκαρος, 2009), Γράμματα από την Κριμαία (Άγρα, 2016) και Μνήμη Απειθάρχητη (Άγρα, 2016), καθώς και τον θεατρικό μονόλογο Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου (Αιγόκερως, 2011). Το 1993 γράφει το βιβλίο Περιπλάνηση, ο βίος και η πολιτεία του Μέμου Μακρή, ( Εξάντας,1993) ενώ το 1998 εκδόθηκε, υπό την εποπτεία του, ο τόμος Stop Carre με φωτογραφίες και εικαστικά στοιχεία των ταινιών του.
Τέλος, ο Νίκος Κούνδουρος διετέλεσε Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (1985- 1987), του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων - ΚΕΘΕΑ (1993-1995) και της Πολιτι- στικής Εταιρείας Αρχιπέλαγος (1997-2017), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων Αθηνών (2005) και Κρήτης (2015).