«Δε θα μπορούσα να σκηνοθετήσω αν δεν ήμουν συγγραφέας και δε θα έγραφα όπως έγραψα αν δεν ήμουν σκηνοθέτης». Με τον τρόπο αυτό, ο Γιώργος Μιχαηλίδης ενώνει, σε μια κοινή κοίτη, τη δημιουργία του στο θέατρο και τη λογοτεχνία. «Αναγεννησιακός», όπως πολλές φορές είχε χαρακτηριστεί, άπλωσε το ακόρεστο ενδιαφέρον του σε όλες τις μορφές τέχνης: τη λογοτεχνία, που στάθηκε η πρώτη του αγάπη, τον κινηματογράφο που τον γοήτευε, το θέατρο όπου διοχέτευσε, ακόμη και σε ώριμη ηλικία, τη νεανική του ορμή, τη ζωγραφική που γνώριζε βαθιά, την αρχιτεκτονική που ξεκίνησε να σπουδάζει στα χρόνια της νιότης του...
Η γραφή υπήρξε από τα εφηβικά του χρόνια το πεδίο των πρώτων πειραματισμών στην ποίηση, με την κυριολεκτική της έννοια, αυτήν της δημιουργίας ενός κόσμου, μέσα στον οποίο ο Μιχαηλίδης επιχειρούσε να αναζητήσει – και να διαμορφώσει – τη δική του ταυτότητα. Η γραφή ήταν ένα από τα κρυφά εργαλεία της σκηνικής του πρακτικής στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, είτε με τη μορφή των θεωρητικών κειμένων που δημοσίευε στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο είτε των θεατρικών έργων, με τα οποία επιχειρούσε να αποφύγει τις Συμπληγάδες της χουντικής λογοκρισίας.
Στον χώρο της πεζογραφίας θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1980 με τη νουβέλα Φιλμ νουάρ, μια πρώτη απόπειρα να θέσει ερωτήματα για όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να διαχειριστεί τη μελαγχολία της πρώιμης μεταπολίτευσης, όταν συνειδητοποιούσε, μαζί με πολλούς άλλους, ότι το όραμα για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή έδινε τη θέση του στον ατομικισμό και την ευδαιμονία του καταναλωτισμού.
Την ίδια χρονιά παρουσιάζεται και το μυθιστόρημα Πέτρος Δαρζέντας, που το 2008 θα κυκλοφορήσει ξαναδουλεμένο με τίτλο Ίλιγγος ’59. Θα ακολουθήσουν μια νουβέλα (Η πύλη, 1987) και δύο μυθιστορήματα (Τα φονικά, 1991 και λάμδα, 1995), όπου επεξεργάζεται τις θεματικές που περισσότερο συγκροτημένα θα τον απασχολήσουν στην πρώτη του μυθιστορηματική τριλογία «Της μοναξιάς, της επανάστασης και της λαγνείας» (1999-2004).
Εξετάζοντας πλέον το σύνολο του έργου του Μιχαηλίδη, κατανοούμε πως η πεζογραφική του παραγωγή αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ένα ενιαίο έργο εν προόδω, κεντρική θεματική του οποίου αποτελεί η μνήμη και η ιστορία, μέσα από τις οποίες ο δημιουργός αναζητά την ταυτότητα του ίδιου και της γενιάς του. «Παλεύοντας ... μέσα στην ιστορία, προσπαθούσαμε να διαμορφώσουμε αυτό που ήμασταν, αυτό που μας έλεγαν πως ήμασταν, αυτό που πιστεύαμε πως ήμασταν», λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Πυρήνας χωρικός αυτής της μνήμης είναι ο συνοικισμός όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και έκανε τα πρώτα του βήματα στην τέχνη, η προσφυγική και εργατική Νέα Ιωνία. Ορόσημα ιστορικά η Καταστροφή του 1922, η Κατοχή και η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και, τέλος, η δικτατορία. Σε αυτό το χρονικό εύρος κινούνται τα πεζογραφήματά του, το οποίο θα διευρυνθεί μονάχα στη δεύτερη μυθιστορηματική τριλογία του («Άγιοι έρωτες», 2011-2018), προκειμένου να συμπεριλάβει ολόκληρο τον «μακρύ» ελληνικό 20ό αιώνα.
Η ανάδυση της συλλογικής μνήμης δεν εμφανίζεται από μιας αρχής στο έργο του Μιχαηλίδη. Η δικτατορία των συνταγματαρχών θα αποτελέσει μια περίοδο λογοκρισίας της μνήμης, που θα αναστείλει τις πρώτες απόπειρες του δημιουργού να διαπραγματευτεί την εμπειρία της πολεμικής δεκαετίας του 1940 μέσα από το Θέατρο της Νέας Ιωνίας και το εναρκτήριο έργο του Έξω απ’ την πόρτα του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ. Υιοθετώντας την προσταγή του Ρεμπώ «να είμαστε απόλυτα μοντέρνοι», στη σκηνική του πράξη μέσα στη χουντική επταετία θα διακηρύξει το σπάσιμο των δεσμών με οποιαδήποτε παράδοση.
Μόνο μετά τη μεταπολίτευση θα επιστρέψει στην ιστορία, προκειμένου να βρει απαντήσεις στο ερώτημα «ποιοι είμαστε» και «πώς φτάσαμε ως εδώ», εστιάζοντας στα κομβικά ορόσημα που θα καθορίσουν στη συνέχεια και το πεζογραφικό του έργο: την Καταστροφή και τα Δεκεμβριανά, μέσα από τις παραστάσεις Η δίκη των εξ (1974) και Η μάχη της Αθήνας (1975).
Το τοπίο της μνήμης θα αρχίσει έτσι να διευρύνεται γύρω από τους δύο αυτούς πόλους: ξεκινώντας από την ατομική μνήμη και την εμπειρία του κατά τη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της Μεταπολίτευσης, επεκτείνεται προκειμένου να συμπεριλάβει σταδιακά το σύνολο της μνήμης της τοπικής κοινότητας που συγκροτεί ο προσφυγικής καταγωγής πληθυσμός της Νέας Ιωνίας, σε μια διαδικασία όπου μνήμη και ιστορία συντήκονται. Μέσα από τις δοκιμές των πρώτων του πεζογραφημάτων, ο Μιχαηλίδης συγκροτεί μια αυτοβιογραφία, ατομική και συλλογική ταυτόχρονα, που θα ολοκληρωθεί στο magnum opus του, την τριλογία «Της μοναξιάς, της επανάστασης και της λαγνείας». Στη συνέχεια, με τη δεύτερη τριλογία «Άγιοι έρωτες», θα επεκταθεί στην εθνική μνήμη, αμφισβητώντας αλλά και συνδιαλεγόμενος με την επίσημη αφήγηση της ιστορίας του ελληνικού 20ού αιώνα.
Σπύρος Κακουριώτης