Λίγα λόγια από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη

Από τα πιο δύσκολα πράγματα που καλείται να κάνει κανείς είναι να γράψει κάτι για ένα αγαπημένο του πρόσωπο που έχει φύγει από τη ζωή. Ιδίως όταν πρόκειται για έναν μεγάλο δημιουργό, έναν σπουδαίο δάσκαλο. Πώς να μιλήσεις για κάτι τόσο μεγάλο μέσα σε ένα μικρό κείμενο; Πώς να συμπυκνώσεις τόσα χρόνια, τόσες στιγμές μέσα σε λίγες φράσεις; Πώς να αποδώσεις με λίγες λέξεις μια προσωπικότητα τεράστια, σαν αυτή του Γιώργου Μιχαηλίδη, ενός ανθρώπου προικισμένου με ανεξάντλητη φαντασία, παιδεία, γνώση, με δημιουργικότητα αστείρευτη, ενός μεγάλου καλλιτέχνη που έφτιαχνε κόσμους ολόκληρους, ποιητικούς, μαγικούς, παραστάσεις συναρπαστικές που σε ταξίδευαν στον τόπο και τον χρόνο, παραστάσεις με σπουδαία αισθητική που προέκυπταν από βαθιά μελέτη του κάθε έργου, του συγγραφέα και της εποχής του, από βαθιά ανάλυση των χαρακτήρων και των σχέσεων και από την άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού μπροστά στις οικονομικές αντιξοότητες, με αδιάλλακτη προτεραιότητα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, πάση θυσία. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης δεν αντιμετώπισε ποτέ το θέατρο ως είδος προς εμπορική εκμετάλλευση. Με το παροιμιώδες πείσμα του, τη χαρισματική του ιδιοσυγκρασία, την αδιαπραγμάτευτη ηγετική του ικανότητα, το υψηλό του όραμα, είχε συγκεντρώσει γύρω του ανθρώπους κάθε ηλικίας, που τον πίστευαν, τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν και μιμούμενοι το δικό του παράδειγμα δούλευαν με πάθος, χωρίς να νοιάζονται για τα θέματα της καθημερινής τους επιβίωσης. Οι ρόλοι μας ήταν συγκλονιστικοί, τα κοστούμια μας από βελούδο και μετάξι, τα σκηνικά μας υπέροχα, οι ψυχές μας χορτασμένες από ομορφιά, κι αυτό είχε σημασία.
Έμεινα στο Ανοιχτό Θέατρο οκτώ χρόνια, από τον πρώτο χρόνο της δεύτερης περιόδου του, δηλαδή από το 1984 μέχρι το 1992. Γνώρισα τον Γιώργο μέσω του Μηνά Χατζησάββα, του πολυαγαπημένου μου και αξέχαστου φίλου, που θα έπαιζε τότε τον Βενέδικτο στο Πολύ κακό για τίποτα του Σαίξπηρ που ετοίμαζε ο Γιώργος και έψαχνε τη Βεατρίκη του. Η καλλιτεχνική μας χημεία υπήρξε ακαριαία. Ο Γιώργος άνοιξε γενναιόδωρα μια πλατιά αγκαλιά και μου εμπιστεύτηκε κάποιους από τους πιο ονειρεμένους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Μετά το Πολύ κακό για τίποτα ήρθαν Ο κουρέας της Σεβίλλης και Οι γάμοι του Φίγκαρο του Μπωμαρσαί με τον κοινό τίτλο Οι τρελές ημέρες, το Κρίμα που είναι πόρνη του Τζον Φορντ, Η τρικυμία του Σαίξπηρ, Ο πελεκάνος και Τα δεσμά του Στρίντμπεργκ, η Λούλου του Βέντεκιντ, οι Τρεις αδελφές του Τσέχωφ, οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη, η Ανθή του Λεονίντ Αντρέγιεφ, ο Άμλετ του Σαίξπηρ.
 
 Οι πρόβες κρατούσαν γύρω στους τέσσερις μήνες και κάθε παράσταση είχε το δικό της ύφος. Ο Γιώργος ήταν μέγας γνώστης της ζωγραφικής και κάθε φορά, ανάλογα με το έργο, έκανε ένα εικαστικό σκηνικό αφιέρωμα σε κάποιο μεγάλο ζωγραφικό κίνημα. Έτσι, στο Πολύ κακό για τίποτα εμπνεύστηκε από τους μεγάλους μαέστρους της Αναγέννησης, Βερονέζε, Τιτσιάνο, Καραβάτζιο κ.ά., στο Οι τρελές ημέρες από τους ζωγράφους του Ροκοκό και ειδικά από την Επιβίβαση για τα Κύθηρα του Βαττώ, ώστε να δημιουργήσει ένα μελαγχολικό τοπίο ιδανικών εραστών ως σχόλιο στο εφήμερο των σχέσεων, στο Κρίμα που είναι πόρνη υπήρχαν αναφορές στον σουρεαλισμό, Μαξ Ερνστ, Ρενέ Μαγκρίτ, κτλ., στη Λούλου στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, Όττο Ντιξ, Τζορτζ Γκρος κτλ. Στην Τρικυμία έφερε τα πάνω-κάτω μέσα στην αίθουσα. Για να κερδίσει ύψος η σκηνή, την έβαλε εκεί που ήταν πριν οι θεατές, τη χώρισε σε έξι επίπεδα, που κάποτε σηκώνονταν στον αέρα δίνοντας την αίσθηση των γκρεμών ενός νησιού, έφτιαξε ένα σύστημα από ράγες, συρματόσχοινα και τροχαλίες, που επέτρεπε τις εναέριες πτήσεις του Άριελ και εγκατέστησε έναν μηχανισμό βροχής και αέρα, που προκαλούσε την εντύπωση της καταιγίδας. Στις Τρεις αδελφές ο Διονύσης Φωτόπουλος έχτισε μέσα στο υπόγειο της Κάλβου ένα διώροφο σπίτι με κήπο, με αληθινό χώμα και αληθινά δέντρα. Θυμάμαι τις τελευταίες μέρες πριν από την πρεμιέρα πώς μεταμορφώνονταν όλα μαγικά από τους υποβλητικούς φωτισμούς που έκανε πάντα ο ίδιος. Γιατί γνώριζε πολύ καλά και αυτή την τέχνη. Ήταν τόσο ωραίο να το βλέπεις να γίνεται, καθόμουν πάντα και το παρακολουθούσα συνεπαρμένη.
Και βέβαια τα προγράμματα που συνόδευαν την κάθε παράσταση ήταν γεμάτα από άρθρα, μελέτες, πίνακες, γκραβούρες – πολυσέλιδες εκδόσεις που αποσκοπούσαν στην όσο το δυνατόν πιο σφαιρική πληροφόρηση του κοινού για τον κόσμο του έργου. 
 
Ο θίασος είχε την αίσθηση μιας μεγάλης οικογένειας. Γύρω από την πατρική φιγούρα του Γιώργου αναπτύχθηκαν ανάμεσά μας αδερφικές φιλίες που κράτησαν χρόνια ολόκληρα. Ο μοναδικός Μηνάς Χατζησάββας, ο Κώστας Γαλανάκης, ο Ζαχαρίας Ρόχας, η Ντίνα Μιχαηλίδη, η Χρύσα Σπηλιώτη, η Μπέλλα Μπερδούση, ο Σοφοκλής Πέππας, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, ο Κώστας Φαλελάκης, ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Γιώργος Λιάντος, ο Νίκος Γαροφάλλου και πολλοί άλλοι ακόμα ήταν τα μέλη μιας ομάδας που ονειρεύτηκε, μαθήτευσε, συγκινήθηκε, γέλασε, πέρασε μαζί κάποια από τα ωραιότερά της χρόνια. Από κοντά και τα άλλα δυο παιδιά του Γιώργου, η Δόνη και ο Αντώνης, είτε ως συντελεστές, είτε βοηθώντας με κάθε τρόπο.
Μια ακόμα σπουδαία πλευρά του ήταν αυτή του συγγραφέα. Τα βιβλία του μας χάρισαν απίστευτες συγκινήσεις στα όρια της βιωματικής εμπειρίας, μέσα από τη δυνατή του πένα και τον απαράμιλλο τρόπο με τον οποίο συνέθετε χαρακτήρες, σχέσεις και καταστάσεις και όπου αναγνώριζε κανείς την ίδια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που δημιουργούσε εκείνες τις ανεπανάληπτες παραστάσεις.
 
Όμως ο Γιώργος εκτός από πνευματικός μας πατέρας υπήρξε και φίλος μας. Μετά την πρόβα ή την παράσταση συχνά πηγαίναμε για φαγητό ή θέατρο και σινεμά. Οι συζητήσεις μας τότε ήταν και πάλι ένα μάθημα με σχόλια, αναλύσεις, κριτική πάνω σε ό,τι είδαμε, αλλά και πολλά γέλια και αστείες ιστορίες. Η ίδια δηλαδή ατμόσφαιρα που επικρατούσε και στις πρόβες μας, όπου η κάθε μέρα ήταν και ένα ταξίδι στην ιστορία της τέχνης, πάντα σε ένα κλίμα ζεστό, χαλαρό και αγαπησιάρικο.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε, μια ολόκληρη ζωή. Όμως στη μνήμη μου εκείνα τα χρόνια είναι τα πιο αγαπημένα, τα πιο ωραία, τα πιο αξέχαστα. Μένουν ζωντανά σαν να ήταν χθες. Πολλοί από εκείνους τους φίλους δεν είναι πια μαζί μας. Η έννοια της απώλειας, η πικρή γεύση του θανάτου, ο χρόνος που σαρώνει στο πέρασμά του τα πάντα, έγιναν πια βιώματα, ενώ τότε ήταν μόνο θέματα ποιητικά – ιδέες που εξερευνούσαν την «ανθρώπινη περιπέτεια», σύμφωνα με την αγαπημένη φράση του Γιώργου. Όσο, όμως, υπάρχουμε ακόμα όλοι όσοι ευλογηθήκαμε από τη μαγεία της Τέχνης του, ηθοποιοί και θεατές, θα τον έχουμε μέσα στην καρδιά μας σαν μια από τις σπουδαιότερες συναντήσεις που μπορεί να σου προσφέρει η ζωή. Το πνεύμα του είναι και θα παραμείνει μαζί μας, πάντα ασυμβίβαστο να δείχνει τον δρόμο. Γιώργο μου, σε ευχαριστούμε για όλα τα ωραία και μεγάλα. Σε ευχαριστώ για όλα…  
 
                                                Καρυοφυλλιά Καραμπέτη

 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ